αιτιατική πτώση

αιτιατική πτώση
Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει πολλές καταλήξεις: τον γεραν-ό (τους γεραν-ούς), τον κήπ-ο (τους κήπ-ους), τον άντρ-α (τους άντρ-ες), τη φων- (τις φων-ές), τη γυναίκ-α (τις γυναίκ-ες), την οδ-ό (τις οδ-ούς), το κουτ-ί (τα κουτ-ιά), το κρέ-ας (τα κρέ-ατα), το όνο-μα (τα ονό-ματα) και άλλες ανάλογα με το γένος και τον αριθμό των ονομάτων και ανάλογα με το αν είναι ισοσύλλαβα, ανισοσύλλαβα, οξύτονα, παροξύτονα κλπ. Χαρακτηριστική είναι στη νέα ελληνική η έκπτωση του ν της α.π. του ενικού αριθμού (τον καλ-ό, την τιμ-, το δίκαι-ο). Επίσης στη δημοτική, η α.π. του πληθυντικού έχει αντικατασταθεί σε μερικά τοπικά ιδιώματα (Μυτιλήνης, Ηπείρου κλπ.) από την ονομαστική: τ’ς γερόντοι, τ’ς ανθρώποι κλπ. Στα αρχαία ελληνικά η α.π. εξαρτιόταν και από το ρήμα και από το όνομα. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις -ν, -α, -ας προέρχονταν από τις καταλήξεις της ιαπετικής -m και -νς. Η α.π. ήταν η πτώση του αντικειμένου του ρήματος (προτίθημι την διαψήφισιν, έρχομαι την οδόν). Τη χρησιμοποιούσαν επίσης για να δηλώσουν αναφορά (ποιούμαι όπισθεν τον ποταμόν), για δήλωση χρόνου (ενταύθα έμεινε Κύρος και η στρατιά ημέρας είκοσιν), αναφοράς σε εξάρτηση από ένα όνομα (ερρωμένος την ψυχήν). Υπήρχε επίσης η επιρρηματική α.π. (την ταχίστην), ιδιαίτερα σε σχέση με ρήματα (μέγα ωφελώ) και η απόλυτη α.π. στην οποία εκφερόταν η μετοχή των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων (δέον, ον, δόξαν, παρόν κλπ.)· π.χ. δόξανδε ταύτα εκήρυξαν ούτω ποιείν (αφού αποφασίστηκαν αυτά...). Κοινή χρήση της α.π. στην αρχαία και νεοελληνική γλώσσα είναι όταν συντάσσεται με επιρρήματα στους όρκους: νηναι μα Δία (βεβαίωση), μαου μα Δία (άρνηση) και μα την Παναγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτώση — η 1. το πέσιμο, η ανατροπή, το σώριασμα, το αναποδογύρισμα, το κατρακύλισμα: Πτώση αεροπλάνου. – Πτώση φύλλων κτλ. 2. απόσπαση, βγάλσιμο: Πτώση των τριχών. 3. μτφ., για πόλεις και φρούρια, η κατάληψη, η παράδοση, η εκπόρθηση: Πτώση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • αιτιατική — η η τρίτη, σύμφωνα με την καθιερωμένη σειρά, πτώση των ονομάτων, αντωνυμιών, αριθμητικών και μετοχών της ελληνικής γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιατός — ή, ό (Α αἰτιατός, ή, όν) [αἰτιῶμαι] αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον* μσν. υπαίτιος, ένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… …   Dictionary of Greek

  • γερούνδιο — (gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”